- βαθυτέρους
- βαθύςdeepmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναδύματα — Προεκτάσεις της επιδερμίδας των φυτών. Σχηματίζονται από την επιδερμίδα και από τις εσωτερικές κυτταρικές στιβάδες. Α. είναι τα αγκάθια των φυτών, όπως εκείνα της τριανταφυλλιάς ή και τα άγκιστρα όπως εκείνα του λυκίσκου. * * * τα Βοτ. προεκβολές … Dictionary of Greek
βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
τρομπόνι — Πνευστό μουσικό όργανο, της οικογένειας των χάλκινων. Χρησιμοποιούμενο περίπου με το σημερινό σχήμα του από τον 14o αι., διαδιδόταν όλο και περισσότερο. Ο μοναχός Μαρέν Μερσέν (1588 1648) το κατέγραψε στη Γενική αρμονία (Harmonie universelle,… … Dictionary of Greek
Αθηναγόρας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Συρακούσιος, που έζησε την εποχή της εκστρατείας των Αθηναίων εναντίον της Σικελίας (415 π.Χ.). Όταν έφτασαν οι πρώτες ειδήσεις για την εκστρατεία αυτή στις Συρακούσες, οι κάτοικοι δεν πίστεψαν τον Ερμοκράτη του… … Dictionary of Greek
αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… … Dictionary of Greek
βιολοντσέλο ή τσέλο — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας.… … Dictionary of Greek
διεύθυνση ορχήστρας — Ο συντονισμός των οργανικών και φωνητικών συνόλων κατά τη μουσική εκτέλεση. Η ανάγκη προετοιμασίας και επομένως συντονισμού μιας μουσικής εκτέλεσης εκδηλώνεται από πολύ παλιά· ο χορευτής κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας τα πόδια ή τα χέρια. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
Κλάβιους — (Αστρον.). Ονομασία (προς τιμήν του Γερμανού ιησουίτη μαθηματικού που εργάστηκε στον ορισμό του γρηγοριανού ημερολογίου) του μεγαλύτερου και ενός από τους βαθύτερους κρατήρες της Σελήνης. Έχει διάμετρο 228 χλμ. και βάθος 5.300 μ. και βρίσκεται… … Dictionary of Greek
Λάνγκλοτζ, Ερνστ — (Ernst Langlotz, Ρόνεμπουργκ 1895 – 1978). Γερμανός αρχαιολόγος και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε καθηγητής της αρχαιολογίας στα πανεπιστήμια της Ιένα (1931), της Φρανκφούρτης (1933) και της Βόνης (1941 63) και συγκαταλέγεται στους βαθύτερους… … Dictionary of Greek